- αιμόχαρος
- αιμόχαρος, -η, -ο και αιμοχαρής, -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που χαίρεται να βλέπει αίματα, κακούργος: Ήταν άνθρωπος κακός, αιμόχαρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.